- αδενοφόρος
- (adenophora).Ονομασία γένους δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καμπανουλιδών, που περιλαμβάνει περίπου 30 είδη ιθαγενή της βορειοανατολικής Ευρώπης, της Ασίας και της Ιαπωνίας. Τα φυτά αυτά είναι πολυετείς πόες ή φρύγανα, με φύλλα παράρριζα ή επαλλάσσοντα ή κατά σπονδύλους, ωοειδή, πλατιά, καρδιοειδή στη βάση, οδοντωτά και πριονωτά. Τα άνθη τους είναι γαλάζια με μικρό ποδίσκο, σε όρθιο, επάκριο αραιανθή βότρυ, στάχυ ή φόβη. Ο καρπός τους είναι κάψα. Είναι φυτά με ρίζες σαρκώδεις που σε μερικά είδη τρώγονται ως λαχανικά. Πολλαπλασιάζονται με σπορά σε σπορεία χωρίς έντονο ηλιακό φως, προστατευμένα από βροχές. Πολλαπλασιάζονται επίσης και με μοσχεύματα.
Dictionary of Greek. 2013.